- πανέρημος
- και πανέρμος, -η, -ο / πανέρημος, -ον, ΝΑ(ιδίως για χώρες, πόλεις ή σπίτια) εντελώς έρημος, εγκαταλελειμμένος, ρημαγμένοςνεοελλ.1. (σε ποιητ. χρήση) (για τη θάλασσα) εντελώς έρημος από πλοία2. (για πρόσ.) εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἔρημος].
Dictionary of Greek. 2013.